ItalianoGreco


sfondàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfonˈdare]

1 κάνω όνομα
2 δημιουργούμαι
3 γίνομαι επιτυχημένος

sfondàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfonˈdare]

ξεπατώνω

sfondarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sfonˈdarsi]

1 φθείρομαι
2 ξεπατώνομαι
3 χάνω τον πάτο (για κάδο ή βαρέλι)
4 εξαντλούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---