ItalianoGreco


sgàncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzganʧo]

1 ξαγκίστρωμα
2 απαγκίστρωση
3 απελευθέρωση
4 αποσύνδεση
5 απεμπλοκή
6 ξεθηλύκωμα
7 ξεγάντζωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---