Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgangheraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zgangeraˈmento] 1 ξεκρέμασμα 2 συντριβή 3 τσάκισμα 4 σπάσιμο 5 θρυψάλιασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |