ItalianoGreco


sgangheràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zgangeˈrato]

1 ξεχαρβάλωτος
2 ετοιμόρροπος
3 ξεκάρφωτος
4 ασυνάρτητος
5 ασυνεχής
6 ξεχαρβαλωμένος
7 άτσαλος
8 αδέξιος
9 ασουλούπωτος
10 άχαρος
11 άγαρμπος
12 ασυγύριστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---