Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgangheràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zgangeˈrato]

1 ξεχαρβάλωτος
2 ετοιμόρροπος
3 ξεκάρφωτος
4 ασυνάρτητος
5 ασυνεχής
6 ξεχαρβαλωμένος
7 άτσαλος
8 αδέξιος
9 ασουλούπωτος
10 άχαρος
11 άγαρμπος
12 ασυγύριστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgangheratamente sgarbataggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sganciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgancio (ουσ αρσ )
sgangheramento (ουσ αρσ )
sgangherare (ρ. μτβ.)
sgangheratamente (επίρ.)
sgangherato (επίθ.)
sgarbataggine (θηλ.ουσ)
sgarbatamente (επίρ.)
sgarbatezza (θηλ.ουσ)
sgarbato (αρσ. επίθ και ουσ)
sgarberia (θηλ.ουσ)
sgarbo (ουσ αρσ )
sgarbugliare (ρ. μτβ.)
sgargiante (επίθ.)
sgarrare (ρ.αμτβ.)
sgarro (ουσ αρσ )
sgarza (θηλ.ουσ)
sgattaiolare (ρ.αμτβ.)
sgelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgelarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---