Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgroppàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zgropˈpata]

1 μικρός καλπασμός
2 σήκωμα στα πίσω πόδια (αλόγου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgropparsi sgropponare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgrondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgrondatura (θηλ.ουσ)
sgrondo (ουσ αρσ )
sgroppare (ρ. μτβ.)
sgropparsi (ρ.μ. (αντων.))
sgroppata (θηλ.ουσ)
sgropponare (ρ.αμτβ.)
sgropponarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgropponata (θηλ.ουσ)
sgrossamento (ουσ αρσ )
sgrossare (ρ. μτβ.)
sgrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgrossatura (θηλ.ουσ)
sgrovigliare (ρ. μτβ.)
sgrugnare (ρ. μτβ.)
sgrugnarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgrugnata (θηλ.ουσ)
sgrugno (ουσ αρσ )
sgrumare (ρ. μτβ.)
sgruppare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---