Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgrossàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zgrosˈsare] 1 εκλεπτύνω 2 λεπταίνω 3 λαξεύω 4 μειώνω 5 αφαιρώ τραχεία επιφάνεια 6 ραφινάρω 7 σκιαγραφώ 8 λαξεύω το περίγραμμα sgrossarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [zgrosˈsarsi] 1 λεπτύνομαι 2 εκλεπτύνομαι 3 εξευγενίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |