Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgróndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzgrondo] 1 στάξιμο 2 στράγγισμα 3 αποστράγγιση 4 σταγόνες 5 στάλαγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |