Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgróndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgrondo]

1 στάξιμο
2 στράγγισμα
3 αποστράγγιση
4 σταγόνες
5 στάλαγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgrondatura sgroppare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgridare (ρ. μτβ.)
sgridata (θηλ.ουσ)
sgrillettare (ρ.αμτβ.)
sgrondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgrondatura (θηλ.ουσ)
sgrondo (ουσ αρσ )
sgroppare (ρ. μτβ.)
sgropparsi (ρ.μ. (αντων.))
sgroppata (θηλ.ουσ)
sgropponare (ρ.αμτβ.)
sgropponarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgropponata (θηλ.ουσ)
sgrossamento (ουσ αρσ )
sgrossare (ρ. μτβ.)
sgrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgrossatura (θηλ.ουσ)
sgrovigliare (ρ. μτβ.)
sgrugnare (ρ. μτβ.)
sgrugnarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgrugnata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---