Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsguaiatàggine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zgwajaˈtadʤine] 1 σκαιότητα 2 χοντροκοπιά 3 χυδαιότητα 4 ξεδιαντροπιά 5 αγένεια 6 αγριότητα 7 βαρβαρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |