Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsguàncio, sguancìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzgwanʧo], ]zgwanˈʧio] 1 στροφέας πόρτας ή παραθύρου 2 στήριγμα πόρτας ή παράθυρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |