ItalianoGreco


sguaiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zgwaˈjato]

χοντροκομμένος άνθρωπος

sguaiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zgwaˈjato]

1 σκαιός
2 χυδαίος
3 ακατέργαστος
4 αγενής
5 αγροίκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---