ItalianoGreco


sguìncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgwinʧo]

1 πλαὶνή επιφάνεια κάσας πόρτας ή παραθύρου
2 στροφέας πόρτας ή παραθύρου
3 στήριγμα πόρτας ή παράθυρου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---