Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sguìncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgwinʧo]

1 πλαὶνή επιφάνεια κάσας πόρτας ή παραθύρου
2 στροφέας πόρτας ή παραθύρου
3 στήριγμα πόρτας ή παράθυρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sguazzare sguinzagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sguarnire (ρ. μτβ.)
sguarnito (επίθ.)
sguattera (θηλ.ουσ)
sguattero (ουσ αρσ )
sguazzare (ρ.αμτβ.)
sguincio (ουσ αρσ )
sguinzagliare (ρ. μτβ.)
sguizzare (ρ.αμτβ.)
sguizzo (ουσ αρσ )
sgusciare (ρ.αμτβ.)
sgusciare (ρ. μτβ.)
sgusciatrice (θηλ.ουσ)
sgusciatura (θηλ.ουσ)
sguscio (ουσ αρσ )
shaker (ουσ αρσ )
shakerare (ρ. μτβ.)
shakespeariano (επίθ.)
shampoo (ουσ αρσ )
sherry (ουσ αρσ )
shiatsu (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---