Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsguàttero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzgwattero] 1 βοηθός μαγειρείου 2 λαντζιέρης 3 πλύντης πιάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |