Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsibilànte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sibiˈlante] συριστικό σύμφωνο sibilànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sibiˈlante] 1 συριστικός 2 που μοιάζει με σφύριγμα (για ήχο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |