Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sibilànte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sibiˈlante]

συριστικό σύμφωνο

sibilànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sibiˈlante]

1 συριστικός
2 που μοιάζει με σφύριγμα (για ήχο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  siberiano sibilare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sibaritico (επίθ.)
sibbene (σύνδ.)
siberia (θηλ.ουσ)
siberiano (ουσ αρσ )
siberiano (επίθ.)
sibilante (θηλ.ουσ)
sibilante (επίθ.)
sibilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sibilla (θηλ.ουσ)
sibillino (επίθ.)
sibilo (ουσ αρσ )
sic (επίρ.)
sica (θηλ.ουσ)
sicario (ουσ αρσ )
siccativo (αρσ. επίθ και ουσ)
sicché (σύνδ.)
siccità (θηλ.ουσ)
siccitoso (επίθ.)
siccome (σύνδ.)
Sicilia (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---