Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


siccità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sitʧiˈta]

η ξηρασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sicché siccitoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sic (επίρ.)
sica (θηλ.ουσ)
sicario (ουσ αρσ )
siccativo (αρσ. επίθ και ουσ)
sicché (σύνδ.)
siccità (θηλ.ουσ)
siccitoso (επίθ.)
siccome (σύνδ.)
Sicilia (κύρ.όν. θηλ.)
siciliana (θηλ.ουσ)
sicilianità (θηλ.ουσ)
siciliano (ουσ αρσ )
siciliano (επίθ.)
siclo (ουσ αρσ )
sicofante (ουσ αρσ και θηλ.)
sicomoro (ουσ αρσ )
siconio (ουσ αρσ )
sicosi (θηλ.ουσ)
siculo (ουσ αρσ )
siculo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---