Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


signóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [siɲˈɲore]

ο κύριος

signorsì  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [siɲɲorˈsi]

μάλιστα κύριε


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  signora signoreggiare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un vero signore [αρσ.] = κύριος με τα όλα του


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

significativamente (επίρ.)
significativo (επίθ.)
significato (αρσ. επίθ και ουσ)
significazione (θηλ.ουσ)
signora (θηλ.ουσ)
signore (ουσ αρσ )
signorsì (επίρ.)
signoreggiare (ρ.αμτβ.)
signoreggiare (ρ. μτβ.)
signoria (θηλ.ουσ)
signorile (επίθ.)
signorilità (θηλ.ουσ)
signorilmente (επίρ.)
signorina (θηλ.ουσ)
signorino (ουσ αρσ )
signornò (επίρ.)
signorone (ουσ αρσ )
signorotto (ουσ αρσ )
silaggio (ουσ αρσ )
silene (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---