signorilità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [siɲɲoriliˈta]
1 ευπρέπεια
2 αρχοντιά
3 διάκριση
4 τιμητική αναγνώριση
5 αριστοκρατικότητα
6 ευγένεια καταγωγής
7 συμπεριφορά ή εμφάνιση άρχοντα
8 αφεντιά
9 επιβλητικότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [siɲɲoriliˈta]
1 ευπρέπεια
2 αρχοντιά
3 διάκριση
4 τιμητική αναγνώριση
5 αριστοκρατικότητα
6 ευγένεια καταγωγής
7 συμπεριφορά ή εμφάνιση άρχοντα
8 αφεντιά
9 επιβλητικότητα
permalink
signorilità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android