Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


signoreggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [siɲɲoredˈʤare]

1 δεσπόζω
2 επιβάλλομαι
3 διαφεντεύω
4 ηγεμονεύω

signoreggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [siɲɲoredˈʤare]

1 κυριαρχώ
2 επικρατώ
3 επιχωριάζω
4 εξουσιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  signorsì signoria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

significato (αρσ. επίθ και ουσ)
significazione (θηλ.ουσ)
signora (θηλ.ουσ)
signore (ουσ αρσ )
signorsì (επίρ.)
signoreggiare (ρ.αμτβ.)
signoreggiare (ρ. μτβ.)
signoria (θηλ.ουσ)
signorile (επίθ.)
signorilità (θηλ.ουσ)
signorilmente (επίρ.)
signorina (θηλ.ουσ)
signorino (ουσ αρσ )
signornò (επίρ.)
signorone (ουσ αρσ )
signorotto (ουσ αρσ )
silaggio (ουσ αρσ )
silene (θηλ.ουσ)
sileno (ουσ αρσ )
silente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---