Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsilenziàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [silenˈtsjare] 1 επιβάλλω σιωπή 2 περιορίζω ένταση ηχητική συσκευής 3 τυλίγω για να πνίξω ήχο 4 κατασιγάζω 5 αναγκάζω να σιωπήσει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |