Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


silicàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [siliˈkato]

άλας ή εστέρας πυριτικού οξέως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  silhouette silice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

silenzioso (επίθ.)
silesia (θηλ.ουσ)
silfide (ουσ αρσ και θηλ.)
silfo (ουσ αρσ )
silhouette (θηλ.ουσ)
silicato (ουσ αρσ )
silice (θηλ.ουσ)
siliceo (επίθ.)
silicico (επίθ.)
silicio (ουσ αρσ )
silicizzare (ρ. μτβ.)
silicizzazione (θηλ.ουσ)
silicone (ουσ αρσ )
silicosi (θηλ.ουσ)
siliqua (θηλ.ουσ)
siliquastro (ουσ αρσ )
siliquiforme (επίθ.)
sillaba (θηλ.ουσ)
sillabare (ρ. μτβ.)
sillabario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---