Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


silhouette  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [siluˈet]

1 κομψό γυναικείο σώμα
2 προφίλ
3 σιλουέτα
4 περίγραμμα
5 φόρμα
6 κοψιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  silfo silicato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

silenziosità (θηλ.ουσ)
silenzioso (επίθ.)
silesia (θηλ.ουσ)
silfide (ουσ αρσ και θηλ.)
silfo (ουσ αρσ )
silhouette (θηλ.ουσ)
silicato (ουσ αρσ )
silice (θηλ.ουσ)
siliceo (επίθ.)
silicico (επίθ.)
silicio (ουσ αρσ )
silicizzare (ρ. μτβ.)
silicizzazione (θηλ.ουσ)
silicone (ουσ αρσ )
silicosi (θηλ.ουσ)
siliqua (θηλ.ουσ)
siliquastro (ουσ αρσ )
siliquiforme (επίθ.)
sillaba (θηλ.ουσ)
sillabare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---