ItalianoGreco


simulàcro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [simuˈlakro]

1 εξομοιωτής για παρουσίαση
2 εξομοιωτής ελέγχου ή εκπαίδευσης
3 ομοίωμα
4 αναπαράσταση
5 είδωλο
6 μακέτα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z