Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simpòsio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [simˈpɔzjo]

συμπόσιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simpodio simulacro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

simpatizzare (ρ.αμτβ.)
simplesso (ουσ αρσ )
simplex (ουσ αρσ )
simpodiale (επίθ.)
simpodio (ουσ αρσ )
simposio (ουσ αρσ )
simulacro (ουσ αρσ )
simulare (ρ. μτβ.)
simulatamente (επίρ.)
simulato (επίθ.)
simulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
simulatorio (επίθ.)
simulazione (θηλ.ουσ)
simultanea (θηλ.ουσ)
simultaneamente (επίρ.)
simultaneità (θηλ.ουσ)
simultaneo (επίθ.)
simun (ουσ αρσ )
sinagoga (θηλ.ουσ)
sinaitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---