Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sincerità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sinʧeriˈta]

1 εντιμότητα
2 αλήθεια
3 ειλικρίνεια
4 τιμιότητα
5 γνησιότητα
6 νομιμοφροσύνη
7 απροκαταληψία
8 σοβαρότητα στο χαρακτήρα
9 πίστη
10 ευθύτητα
11 ντομπροσύνη
12 φιλαλήθεια
13 παρρησία
14 ανυποκρισία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sincerarsi sincero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sincarpico (επίθ.)
sincarpo (αρσ. επίθ και ουσ)
sinceramente (επίρ.)
sincerare (ρ. μτβ.)
sincerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sincerità (θηλ.ουσ)
sincero (επίθ.)
sinché (σύνδ.)
sincinesia (θηλ.ουσ)
sincipitale (επίθ.)
sincipite (ουσ αρσ )
sincizio (ουσ αρσ )
sinclinale (θηλ. επίθ και ουσ)
sincopale (επίθ.)
sincopare (ρ. μτβ.)
sincopato (επίθ.)
sincope (θηλ.ουσ)
sincretismo (ουσ αρσ )
sincretista (ουσ αρσ και θηλ.)
sincretistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---