Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsincronizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sinkroniddzatˈtsjone] 1 ισοχρονισμός 2 συγχρονισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |