Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsingolarìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [singolaˈrista] παίκτης του τένις που παίζει μόνο σε απλά (όχι διπλά) παιχνίδια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |