Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


singolarménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [singolarˈmente]

1 χωριστά
2 χώρια
3 μεμονωμένα
4 ένας ένας
5 ανεξάρτητα
6 ατομικά
7 μοναχικά
8 μοναδικά
9 ιδιαιτέρως
10 ασυνήθιστα
11 ξεχωριστά
12 ιδιαίτερα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  singolarità singolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

singhiozzo (ουσ αρσ )
singolare (ουσ αρσ )
singolare (επίθ.)
singolarista (ουσ αρσ και θηλ.)
singolarità (θηλ.ουσ)
singolarmente (επίρ.)
singolo (ουσ αρσ )
singolo (επίθ.)
siniscalco (ουσ αρσ )
sinistra (θηλ.ουσ)
sinistramente (επίρ.)
sinistrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sinistrato (ουσ αρσ )
sinistrato (επίθ.)
sinistrese (ουσ αρσ )
sinistrismo (ουσ αρσ )
sinistro (ουσ αρσ )
sinistro (επίθ.)
sinistrogiro (επίθ.)
sinistroide (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---