Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sìngolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsingolo]

1 μονό κανό
2 ξεχωριστή τηλεφωνική γραμμή
3 απλός αγώνας (τένις)
4 άτομο
5 πρόσωπο

sìngolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsingolo]

1 μοναχικός
2 μοναδικός
3 μονός
4 μόνος
5 ιδιαίτερος
6 ξεχωριστός
7 μονάκριβος
8 ατομικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  singolarmente siniscalco  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


camera [θηλ.] singola = το μονόκλινο δωμάτιο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

singolare (ουσ αρσ )
singolare (επίθ.)
singolarista (ουσ αρσ και θηλ.)
singolarità (θηλ.ουσ)
singolarmente (επίρ.)
singolo (ουσ αρσ )
singolo (επίθ.)
siniscalco (ουσ αρσ )
sinistra (θηλ.ουσ)
sinistramente (επίρ.)
sinistrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sinistrato (ουσ αρσ )
sinistrato (επίθ.)
sinistrese (ουσ αρσ )
sinistrismo (ουσ αρσ )
sinistro (ουσ αρσ )
sinistro (επίθ.)
sinistrogiro (επίθ.)
sinistroide (ουσ αρσ και θηλ.)
sinistroide (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---