Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sismogràmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sizmoˈgramma]

σεισμογράφημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sismografo sismologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sismico (επίθ.)
sismo (ουσ αρσ )
sismografia (θηλ.ουσ)
sismografico (επίθ.)
sismografo (ουσ αρσ )
sismogramma (ουσ αρσ )
sismologia (θηλ.ουσ)
sismologico (επίθ.)
sismologo (ουσ αρσ )
sismometro (ουσ αρσ )
sismoscopio (ουσ αρσ )
sistema (ουσ αρσ )
sistemare (ρ. μτβ.)
sistemarsi (ρ.μ. (αντων.))
sistematica (θηλ.ουσ)
sistematicamente (επίρ.)
sistematicità (θηλ.ουσ)
sistematico (αρσ. επίθ και ουσ)
sistematizzare (ρ. μτβ.)
sistemazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---