Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sistemàtica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sisteˈmatika]

1 επιστήμη ταξινόμησης
2 συστηματική
3 σύστημα ταξινόμησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sistemarsi sistematicamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sismometro (ουσ αρσ )
sismoscopio (ουσ αρσ )
sistema (ουσ αρσ )
sistemare (ρ. μτβ.)
sistemarsi (ρ.μ. (αντων.))
sistematica (θηλ.ουσ)
sistematicamente (επίρ.)
sistematicità (θηλ.ουσ)
sistematico (αρσ. επίθ και ουσ)
sistematizzare (ρ. μτβ.)
sistemazione (θηλ.ουσ)
sistemico (επίθ.)
sistemista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sistilo (επίθ.)
sistola (θηλ.ουσ)
sistole (θηλ.ουσ)
sistolico (επίθ.)
sistro (ουσ αρσ )
sitibondo (επίθ.)
sito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---