Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sistemazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sistematˈtsjone]

η τακτοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sistematizzare sistemico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sistematica (θηλ.ουσ)
sistematicamente (επίρ.)
sistematicità (θηλ.ουσ)
sistematico (αρσ. επίθ και ουσ)
sistematizzare (ρ. μτβ.)
sistemazione (θηλ.ουσ)
sistemico (επίθ.)
sistemista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sistilo (επίθ.)
sistola (θηλ.ουσ)
sistole (θηλ.ουσ)
sistolico (επίθ.)
sistro (ουσ αρσ )
sitibondo (επίθ.)
sito (ουσ αρσ )
sito (επίθ.)
sitologia (θηλ.ουσ)
sitologo (ουσ αρσ )
situare (ρ. μτβ.)
situato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---