Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόslargaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zlargaˈmento] 1 διάνοιγμα 2 πλάτεμα 3 επέκταση 4 διεύρυνση 5 άνοιγμα 6 διαστολή 7 διαπλάτυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |