Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


slargàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zlarˈgare]

1 διαπλατύνω
2 διαστέλλω
3 ευρύνω
4 πλαταίνω
5 ανοίγω
6 διευρύνω
7 φαρδαίνω

slargarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zlarˈgarsi]

1 επεκτείνομαι
2 απλώνομαι
3 διευρύνομαι
4 πλαταίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  slargamento slargatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

slanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slanciato (επίθ.)
slancio (ουσ αρσ )
slang (ουσ αρσ )
slargamento (ουσ αρσ )
slargare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slargarsi (ρ.μ. (αντων.))
slargatura (θηλ.ουσ)
slargo (ουσ αρσ )
slatinare (ρ.αμτβ.)
slattamento (ουσ αρσ )
slattare (ρ. μτβ.)
slavato (επίθ.)
slavatura (θηλ.ουσ)
slavina (θηλ.ουσ)
slavismo (ουσ αρσ )
slavista (ουσ αρσ και θηλ.)
slavistica (θηλ.ουσ)
slavizzare (ρ. μτβ.)
slavizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---