Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


slanciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zlanˈʧare]

1 εκτινάζω
2 εξακοντίζω
3 εκτοξεύω
4 εκσφενδονίζω

slanciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zlanˈʧarsi]

1 χιμώ
2 εφορμώ
3 ρίχνομαι
4 επιπίπτω
5 ορμώ
6 πέφτω με βία
7 ξεχύνομαι
8 ξαμολιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  slanciamento slanciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sladinare (ρ. μτβ.)
sladinatura (θηλ.ουσ)
slalom (ουσ αρσ )
slalomista (ουσ αρσ και θηλ.)
slanciamento (ουσ αρσ )
slanciare (ρ. μτβ.)
slanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slanciato (επίθ.)
slancio (ουσ αρσ )
slang (ουσ αρσ )
slargamento (ουσ αρσ )
slargare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slargarsi (ρ.μ. (αντων.))
slargatura (θηλ.ουσ)
slargo (ουσ αρσ )
slatinare (ρ.αμτβ.)
slattamento (ουσ αρσ )
slattare (ρ. μτβ.)
slavato (επίθ.)
slavatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---