Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmitizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zmitidˈdzare] 1 αφαιρώ την αίγλη που περιβάλλει κάποιον ή κάτι 2 απομυθοποιώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |