Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmoccolatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zmokkolaˈtojo] 1 κηροσβέστης 2 κόφτης καύτρας κεριού 3 σβηστήρι κεριών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |