Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smodàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zmoˈdato]

1 ακάθεκτος
2 ανεξέλεγκτος
3 ασύδοτος
4 ασυγκράτητος
5 άμετρος
6 υπερβολικός
7 καταχρηστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smodatamente smoderatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smoccolare (ρ.αμτβ.)
smoccolare (ρ. μτβ.)
smoccolatoio (ουσ αρσ )
smoccolatura (θηλ.ουσ)
smodatamente (επίρ.)
smodato (επίθ.)
smoderatamente (επίρ.)
smoderatezza (θηλ.ουσ)
smog (ουσ αρσ )
smoking (ουσ αρσ )
smonacare (ρ. μτβ.)
smonacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smontabile (επίθ.)
smontaggio (ουσ αρσ )
smontare (ρ.αμτβ.)
smontare (ρ. μτβ.)
smontarsi (ρ.μ. (αντων.))
smontatura (θηλ.ουσ)
smorfia (θηλ.ουσ)
smorfiosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---