Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sobillazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sobillatˈtsjone]

1 εξώθηση
2 αναμόχλευση
3 υποκίνηση
4 πρόκληση
5 προβοκάτσια
6 προβοκάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sobillatore sobriamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sobbollire (ρ.αμτβ.)
sobborgo (ουσ αρσ )
sobillamento (ουσ αρσ )
sobillare (ρ. μτβ.)
sobillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sobillazione (θηλ.ουσ)
sobriamente (επίρ.)
sobrietà (θηλ.ουσ)
sobrio (επίθ.)
socchiudere (ρ. μτβ.)
socchiuso (επίθ.)
soccida (θηλ.ουσ)
soccidante (ουσ αρσ και θηλ.)
soccidario (ουσ αρσ )
socco (ουσ αρσ )
soccombente (ουσ αρσ )
soccombente (επίθ.)
soccombenza (θηλ.ουσ)
soccombere (ρ.αμτβ.)
soccorrere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---