Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sobrietà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sobrjeˈta]

1 αυτοσυγκράτηση
2 λογικότητα
3 μετριοπάθεια
4 συγκράτηση του πάθους
5 μετριασμός
6 σοβαρότητα
7 λιτότητα
8 εγκράτεια
9 νηφαλιότητα
10 ρεαλιστικότητα
11 ορθολογικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sobriamente sobrio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sobillamento (ουσ αρσ )
sobillare (ρ. μτβ.)
sobillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sobillazione (θηλ.ουσ)
sobriamente (επίρ.)
sobrietà (θηλ.ουσ)
sobrio (επίθ.)
socchiudere (ρ. μτβ.)
socchiuso (επίθ.)
soccida (θηλ.ουσ)
soccidante (ουσ αρσ και θηλ.)
soccidario (ουσ αρσ )
socco (ουσ αρσ )
soccombente (ουσ αρσ )
soccombente (επίθ.)
soccombenza (θηλ.ουσ)
soccombere (ρ.αμτβ.)
soccorrere (ρ.αμτβ.)
soccorrere (ρ. μτβ.)
soccorrevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---