Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sodalìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sodaˈlittsjo]

1 παρέα
2 συναδελφικότητα
3 συντροφικότητα
4 αδελφότητα
5 δεσμός φιλίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sodaglia sodanitro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

socioterapia (θηλ.ουσ)
Socrate (ουσ αρσ )
socratico (αρσ. επίθ και ουσ)
soda (θηλ.ουσ)
sodaglia (θηλ.ουσ)
sodalizio (ουσ αρσ )
sodanitro (ουσ αρσ )
sodare (ρ. μτβ.)
sodatore (ουσ αρσ )
sodatura (θηλ.ουσ)
soddisfacente (επίθ.)
soddisfacentemente (επίρ.)
soddisfacimento (ουσ αρσ )
soddisfare (ρ. μτβ.)
soddisfatto (επίθ.)
soddisfazione (θηλ.ουσ)
sodezza (θηλ.ουσ)
sodico (επίθ.)
sodio (ουσ αρσ )
sodo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---