ItalianoGreco


sodalìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sodaˈlittsjo]

1 παρέα
2 συναδελφικότητα
3 συντροφικότητα
4 αδελφότητα
5 δεσμός φιλίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z