Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sodézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soˈdettsa]

1 συνοχή
2 συνάφεια
3 ευστάθεια
4 κατάληψη μικρού χώρου
5 σκληρότητα
6 σταθερότητα
7 στερεότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soddisfazione sodico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soddisfacentemente (επίρ.)
soddisfacimento (ουσ αρσ )
soddisfare (ρ. μτβ.)
soddisfatto (επίθ.)
soddisfazione (θηλ.ουσ)
sodezza (θηλ.ουσ)
sodico (επίθ.)
sodio (ουσ αρσ )
sodo (επίθ.)
Sodoma (κύρ.όν. θηλ.)
sodomia (θηλ.ουσ)
sodomita (αρσ. επίθ και ουσ)
sodomitico (επίθ.)
sofà (θηλ.ουσ)
sofferente (ουσ αρσ και θηλ.)
sofferente (επίθ.)
sofferenza (θηλ.ουσ)
soffermare (ρ. μτβ.)
soffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
sofferto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---