Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soddisfaciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soddisfatʒiˈmento]

1 ευαρέσκεια
2 ευχαρίστηση
3 ικανοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soddisfacentemente soddisfare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sodare (ρ. μτβ.)
sodatore (ουσ αρσ )
sodatura (θηλ.ουσ)
soddisfacente (επίθ.)
soddisfacentemente (επίρ.)
soddisfacimento (ουσ αρσ )
soddisfare (ρ. μτβ.)
soddisfatto (επίθ.)
soddisfazione (θηλ.ουσ)
sodezza (θηλ.ουσ)
sodico (επίθ.)
sodio (ουσ αρσ )
sodo (επίθ.)
Sodoma (κύρ.όν. θηλ.)
sodomia (θηλ.ουσ)
sodomita (αρσ. επίθ και ουσ)
sodomitico (επίθ.)
sofà (θηλ.ουσ)
sofferente (ουσ αρσ και θηλ.)
sofferente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---