Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsoddisfaciménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [soddisfatʒiˈmento] 1 ευαρέσκεια 2 ευχαρίστηση 3 ικανοποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |