ItalianoGreco


sofferènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soffeˈrɛnte]

1 άνθρωπος που υποφέρει
2 άνθρωπος που πάσχει
3 ασθενής
4 αδιάθετος
5 άρρωστος

sofferènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soffeˈrɛnte]

1 ασθενικός
2 αδιάθετος
3 άρρωστος
4 πάσχων
5 νοσηρός
6 αρρωστημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z