Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sognàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [soɲˈɲare]

1 ονειριάζομαι
2 φαντασιοκοπώ
3 νείρομαι
4 ονειρεύομαι
5 ενυπνιάζομαι

sognàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [soɲˈɲare]

ονειρεύομαι

sognarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [soɲˈɲarsi]

1 βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου
2 βλέπω όνειρο
3 ονειρεύομαι
4 βλέπω στον ύπνο μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sognante sognatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soglia (θηλ.ουσ)
soglio (ουσ αρσ )
sogliola (θηλ.ουσ)
sognabile (επίθ.)
sognante (επίθ.)
sognare (ρ.αμτβ.)
sognare (ρ. μτβ.)
sognarsi (ρ.μ. (αντων.))
sognatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sogno (ουσ αρσ )
soia (θηλ.ουσ)
soiree (θηλ.ουσ)
sol (ουσ αρσ )
solaio (ουσ αρσ )
solamente (επίρ.)
solanacee (θηλ. ουσ πληθ.)
solanina (θηλ.ουσ)
solare (επίθ.)
solare (ρ. μτβ.)
solarimetro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---