Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sognatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [soɲɲaˈtore]

1 ουτοπιστής
2 συχνά οραματιζόμενος
3 ονειροπαρμένος
4 οπτασιαστής
5 ιδεαλιστής
6 ονειροπόλος
7 οραματιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sognarsi sogno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sognabile (επίθ.)
sognante (επίθ.)
sognare (ρ.αμτβ.)
sognare (ρ. μτβ.)
sognarsi (ρ.μ. (αντων.))
sognatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sogno (ουσ αρσ )
soia (θηλ.ουσ)
soiree (θηλ.ουσ)
sol (ουσ αρσ )
solaio (ουσ αρσ )
solamente (επίρ.)
solanacee (θηλ. ουσ πληθ.)
solanina (θηλ.ουσ)
solare (επίθ.)
solare (ρ. μτβ.)
solarimetro (ουσ αρσ )
solario (ουσ αρσ )
solarità (θηλ.ουσ)
solarium (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---