Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sòl  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔl]

musica το σολ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soiree solaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sognarsi (ρ.μ. (αντων.))
sognatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sogno (ουσ αρσ )
soia (θηλ.ουσ)
soiree (θηλ.ουσ)
sol (ουσ αρσ )
solaio (ουσ αρσ )
solamente (επίρ.)
solanacee (θηλ. ουσ πληθ.)
solanina (θηλ.ουσ)
solare (επίθ.)
solare (ρ. μτβ.)
solarimetro (ουσ αρσ )
solario (ουσ αρσ )
solarità (θηλ.ουσ)
solarium (ουσ αρσ )
solatio (ουσ αρσ )
solatio (επίθ.)
solatura (θηλ.ουσ)
solcabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---