ItalianoGreco


sòldo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔldo]

το λεφτό


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere attaccato ai soldi [αρσ. πλυθ.] = λυπάμαι και την δεκάρα || i soldi [αρσ. πλυθ.] = οι παράδες [f.], τα χρήματα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z