Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsóle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsole] ο ήλιος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαprendere il sole = κάνω ηλιοθεραπεία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |