ItalianoGreco


solécchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soˈlekkjo]

σκίαση των ματιών με τα χέρια (για να δεις στην αντηλιά)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z