ItalianoGreco


sollevaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sollevaˈmento]

το σήκωμα, η ανύψωση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sollevamento [αρσ.] pesi = η άρση βαρών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---