Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sollevatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sollevaˈtore]

1 ανυψωτική διάταξη
2 αναβατήρας
3 άνθρωπος που σηκώνει κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sollevato sollevazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sollevabile (επίθ.)
sollevamento (ουσ αρσ )
sollevare (ρ. μτβ.)
sollevarsi (ρ.μ. (αντων.))
sollevato (επίθ.)
sollevatore (ουσ αρσ )
sollevazione (θηλ.ουσ)
sollievo (ουσ αρσ )
solluchero (ουσ αρσ )
solmisazione (θηλ.ουσ)
solo (επίθ.)
solone (ουσ αρσ )
solstiziale (επίθ.)
solstizio (ουσ αρσ )
soltanto (επίρ.)
solubile (επίθ.)
solubilità (θηλ.ουσ)
solubilizzare (ρ. μτβ.)
soluto (αρσ. επίθ και ουσ)
solutore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---