Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsollevatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sollevaˈtore] 1 ανυψωτική διάταξη 2 αναβατήρας 3 άνθρωπος που σηκώνει κάτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |